τυμβωρυχῶ

τυμβωρυχῶ
τυμβωρυχέω
break open graves
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
τυμβωρυχέω
break open graves
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τυμβωρυχώ — τυμβωρυχῶ, έω, ΝΜΑ [τυμβωρύχος] ανασκάπτω τάφο για να τόν συλήσω, διαπράττω τυμβωρυχία νεοελλ. μτφ. διασύρω την φήμη νεκρού για προσωπικό μου όφελος μσν. μτφ. (κατά τον Συν.) «ἀποθανόντων λόγους κλέπτειν ἢ θοιμάτια ὃ καλεῑται τυμβωρυχεῑν» αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • συντυμβωρυχώ — έω, Α [τυμβωρυχῶ] τυμβωρυχώ μαζί με άλλον, διενεργώ τυμβωρυχία μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

  • τυμβορυκτώ — έω, Μ [τυμβορύκτης] τυμβωρυχώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”